εύοχθος

εύοχθος
εὔοχθος, -ον (Α)
1. (για γη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος
2. (για συμπόσια) πολυτελής, πλουσιοπάροχος
3. άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση με τα όχθος, όχθη δεν είναι σημασιολογικά ικανοποιητική. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τα ουσ. δαίτες, βορά, γη με τη σημ. «εύφορος, καρποφόρος», πράγμα που επιτρέπει ίσως τη σύνδεση με τα οχθώ, άχθομαι, τα οποία εμπεριέχουν την έννοια τής υπερπληρώσεως. Τέλος, κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ευωχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὔοχθος — with goodly banks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόχθου — εὔοχθος with goodly banks masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόχθους — εὔοχθος with goodly banks masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευοχθώ — εὐοχθῶ, έω (ΑΜ) [εύοχθος] μσν. (κατά τον Ευστ.) «ἐπὶ καλοῑς κοπιάω» αρχ. έχω αφθονία αγαθών, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, ευημερώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”